αποκάμωμα

αποκάμωμα
το κ. αποκαμωμάρα, η
1. καταπόνηση, υπερκόπωση
2. ηθική εξάντληση, απελπισία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπαΐλντισμα — το [μπαϊλντίζω] 1. εξάντληση, αποκάμωμα 2. ζάλη, λιγοθυμιά …   Dictionary of Greek

  • μπεζέρισμα — το [μπεζερίζω] 1. καταπόνηση, αποκάμωμα, εξάντληση 2. βαρεμός, βαριεστημάρα, δυσφορία, δυσανασχέτηση …   Dictionary of Greek

  • αποκάνω — αμα, αμωμένος, κουράζομαι, αποσταίνω: Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, ήταν πια αποκαμωμένοι. Ουσ. αποκάμωμα, το ατος, η κούραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κούραση — η κόπωση, αποκάμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”